ἀναρτήσεως

ἀναρτήσεως
ἀναρτήσεω̆ς , ἀνάρτησις
suspension
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αερόσουστα — η (Μηχανολ.) μηχανισμός αναρτήσεως οχήματος ή μηχανής με τέτοια μορφή, έτσι ώστε το βάρος να στηρίζεται σε ένα στρώμα αέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”